Σαν σήμερα έναν χρόνο πριν, στην καρδιά της πρώτης καραντίνας, έφυγε πλήρης ημερών, αλλά χωρίς τον αποχαιρετισμό που του έπρεπε, εκείνος που χαρακτηρίστηκε απ’ τους πολλούς ως “ο τελευταίος Παρτιζάνος” και που έναν χρόνο μετά, μ’ όλα όσα ζήσαμε στο μεσοδιάστημα, δεν έχω καμιά αναστολή να χαρακτηρίσω και ως “τελευταίο πατριώτη”.
Αναφέρομαι φυσικά στον αξεπέραστο, ακούραστο κι επί της ουσίας αθάνατο δημοσιογράφο, πολιτικό, συγγραφέα, ακτιβιστή και πάνω απ’ όλα Έλληνα, Μανώλη Γλέζο, που έφυγε απ’ την ζωή στις 30 Μαρτίου 2020.
Τότε, στην εκπομπή «Pressing στην Επικαιρότητα» του Σαββάτου 04/04/20, προσπάθησα με τη συνδρομή του συναδέλφου Χάρη Γεωργούλα, απ’ όπου και το ακόλουθο ηχητικό, να προσεγγίσω αυτήν την αμίμητη προσωπικότητα, για την οποία τόσα και τόσα ειπώθηκαν εκείνες τις μέρες με αφορμή το χαμό του κι έπειτα ανάρτησα κείμενο που έφερε τον τίτλο “Η συνείδηση του σύγχρονου Έλληνα πρέπει να έχει τη μορφή και τη φωνή του Μανώλη Γλέζου”, απ’ το οποίο δεν έχω να παραλλάξω τίποτα και σήμερα και πάντα, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι γύρω μου, όπου αν έχει αλλάξει κάτι είναι μόνο προς το χειρότερο.
Παραθέτω λοιπόν αυτούσιο το κείμενο κι εύχομαι μόνο να ‘ναι πιο σύντομα απ’ όσο φαντάζομαι η ώρα που θα ‘χω λόγο να το αλλάξω:
“Το δυστύχημα είναι πως στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι αναφορές για τον θάνατό του έγιναν κατά το δοκούν και συγκριτικά λίγοι ήταν εκείνοι που υπερέβησαν τις πολιτικές και ιδεολογικές τους προκαταλήψεις, ώστε να αναδείξουν το μεγαλείο του ανθρώπου πέρα απ’ τα δικά τους μονοδιάστατα όρια.
Οι αριστεροί στάθηκαν στον αγωνιστή της αριστεράς με τις εξωρίες και τα συναφή «αλλά τι δουλειά είχε να πάει στον Ιερώνυμο και να ζητήσει θρησκευτική κηδεία», οι υπερπατριώτες στον πατριώτη που κατέβασε τη ναζιστική σημαία απ’ την Ακρόπολη, πολέμησε για την πατρίδα, βροντοφώναξε στο Ευρωκοινοβούλιο πως οι Έλληνες δεν χαρίζουμε σε κανέναν την Ευρώπη «αλλά τι δουλειά είχε με τους κομμουνιστοσυμμορίτες», οι θρησκόληπτοι στην εκ μέρους του αναγνώριση της προσφοράς των παπάδων στην διατήρηση του έθνους «αλλά τι δουλειά είχε στο μνήμα του Ενβέρ Χότζα» και δεν αναφέρομαι καν στο ντροπιαστικό για το ΚΚΕ μονόστηλο του «Ριζοσπάστη» και στις κατάπτυστες αναφορές των Ελλήνων ναζιστών της «Χρυσής Αυγής».
Για μένα ωστόσο, που μου συστήθηκε όταν μικρό παιδί είδα την εκπομπή του Φρέντι Γερμανού με το αφιέρωμά του σε Γλέζο και Σάντα και μου έκανε τόση εντύπωση που δεν έπαψα ποτέ να παρακολουθώ την πορεία του, δεν υπήρξε ποτέ ούτε δογματικός κομμουνιστής, ούτε ιδεοληπτικός αριστερός, ούτε εθνικιστής, ούτε υπερπατριώτης, ούτε θρησκόληπτος με οποιαδήποτε εκκλησία, παρά μόνο ένας δίκαιος άνθρωπος, ένας αμετανόητος Έλληνας, που φρόντισε πάντα οι πράξεις να προηγούνται των λόγων του και να δίνει απλόχερα σε όλους μας το παράδειγμα του πολιτικού πολιτισμού. Όπως τότε ας πούμε που ως απάντηση στην καφρίλα, έπιασε απ’ το χέρι τον Γερμανό πρέσβη για να τον οδηγήσει ο ίδιος εκεί που έπρεπε να καταθέσει το στεφάνι στη μνήμη των θυμάτων του ναζιστικού εγκλήματος στο Δίστομο.
Κι ως Έλληνας είμαι δυο φορές περήφανος για εκείνον και χαρούμενος για μένα και για όσα δικαίως πίστευα, ακούγοντας μέσα απ’ τη συγκεκριμένη εκπομπή – αφιέρωμα, όλη την τοποθέτησή του κατά την παρουσίαση του βιβλίου του «Ακρωνύμια», όπου αφού ξεδιπλώνει εύσχημα όλα του τα «πιστεύω», καταλήγει εξηγώντας γιατί επέλεξε στη ζωή του να ‘ναι όλα αυτά μαζί… Γιατί – είπε – «πριν από κάθε μάχη και πριν από κάθε εκτέλεση, μαζευόμασταν όλοι μαζί και υποσχόμασταν ο ένας στον άλλον να μην τον ξεχάσουμε, αλλά να λέμε καλημέρα και γι’ αυτόν, να πίνουμε ένα ποτήρι κρασί και γι’ αυτόν, ν’ αγωνιζόμαστε στη ζωή μας και γι’ αυτόν και όσα θα ‘θελε να κάνει αν ζούσε»!!!
Ήταν μια εξομολόγηση που ήρθε κάπου στα 95 του κι έδινε την εντύπωση πως έζησε τόσο πολύ, ακριβώς για να βρει το κουράγιο να τη μοιραστεί μαζί μας… Για να γίνει μέσα απ’ αυτή την εξομολόγηση η συνείδηση του κάθε σύγχρονου Έλληνα, που αν θέλουμε πραγματικά καλύτερη Ελλάδα, εκτιμώ ταπεινά πως θα πρέπει να έχει τη μορφή και τη φωνή του…”