Πολλοί, μα πάρα πολλοί θ’ αναγνωρίσετε τον εαυτό σας στο παρακάτω κείμενο, είτε ανήκετε στην κατηγορία των αγανακτισμένων συμπολιτών που θέλουν να ‘ναι σωστοί πολίτες και δημότες, αντιστέκονται στα κακώς κείμενα, αλλά είναι φυσιολογικό ώρες – ώρες να αισθάνονται μεγάλοι μαλάκες, είτε σε οποιαδήποτε απ’ τις κατηγορίες περιγράφονται με τόσο γλαφυρό τρόπο από έναν διαδικτυακό φίλο που δεν γνωρίζω προσωπικά, ο οποίος είναι γεγονός ότι μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση για τον τρόπο που επέλεξε να εκφράσει σε ανάρτησή του όλα όσα του συμβαίνουν καθημερινά και κατά κόρον.
Το δύσκολο είναι να ‘σαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και να τον κατατάξεις στη σωστή κατηγορία, όπως ελπίζω να έκανα κι εγώ με την πάρτη μου, υποσχόμενος για μια ακόμη φορά να βελτιωθώ με τον απλό τρόπο, που πολλοί ασπάζονται στη θεωρία αλλά λίγοι στην πράξη.
Θα πάψουμε άραγε ποτέ να κάνουμε όσα μας ενοχλούν να μας κάνουν οι άλλοι;
Τέλος πάντων κι εμένα μ’ αρέσει να ξέρω πως υπάρχει κάπου στη Λάρισα ένας συμπολίτης που βλέπει και γράφει τα πράγματα έτσι:
“Μ’ αρέσει… Μ΄αρέσει που είσαι άνετος και χαλαρός, που ξέρεις την θέση σου στην κοινωνία…
Μ΄ αρέσει που οδηγείς μηχανάκι ή ποδήλατο ανάποδα στην Κύπρου (ή σε άλλο μονόδρομο) και περιμένεις από μένα που οδηγώ νόμιμα, να κάνω στην άκρη ώστε να περάσεις εσύ. Με κίνδυνο να με πατήσουν τα αυτοκίνητα που με ακολουθούν. Κοιτώντας με με βλέμμα επίμονο, με βλέμμα αγελάδας που βλέπει το τρένο να έρχεται. Μ΄αρέσεις.
Μ΄ αρέσει που έχεις καφετέρια πάνω στον πεζόδρομο και λίγο – λίγο, έχεις πιάσει όλον τον πεζόδρομο αφήνοντας έναν διάδρομο περίπου σαράντα εκατοστών για να περάσουν πεζοί: γιαγιάδες, παππούδες, μανάδες με καρότσια. Αφού δεν θα σου την πει καμιά δημοτική αστυνομία. Τι να σου πει; Άλλωστε είναι τιμή μας και καμάρι μας: «η πόλη με τα περισσότερα καφέ ανά κάτοικο!». Ε; δεν είναι δήλωση υπερηφάνειας; Και η δήλωση μ΄αρέσει. Πολύ.
Κι εσύ μ’ αρέσεις δημοτικέ αστυνομικέ. Κάνεις με δόξα και τιμή την κοπιώδη δουλειά σου. Κι αν σε χρειαστώ μετά τις 14:00 και τηλεφωνήσω στην «υπηρεσία σου», σιγά και μην σε βρω. Ώρα ξεκούρασης. Μη λέμε κι ότι θέμε…(σιγά και μην σε βρω και νωρίτερα δηλαδή, αλλά λέμε τώρα…)
Μ΄ αρέσεις που πας στην προηγούμενη καφετέρια για να ρουφήξεις τον φρέντο εσπρέσσο σου , έχεις σταθεί στη μέση του διαδρόμου των σαράντα εκατοστών και κοιτάς γύρω – γύρω για να κόψεις κίνηση – για να δεις και να σε δούνε οι πρώην κι οι επόμενες – και να δεις κατά που πέφτει το καλύτερο τραπεζάκι, στυλωμένος σαν περισκόπιο πολεμικού υποβρυχίου. Εν τω μεταξύ, έπιασες και κουβέντα με κανα φιλαράκι , κανά υποψήφιο θύμα καμακώματος , με τον σερβιτόρο, και δυάρα δεν δίνεις για το αν από πίσω σου περιμένουν να περάσουν αυτοί που λέγαμε πριν. Γιαγιάδες , παπούδες, μανάδες με καρότσια…έλα μωρέ τώρα. «Από δω βρεθήκατε να περάσετε;» (δίκαια απορία περί του τόπου). «Τώρα βρεθήκατε να περάσετε από δω;» (δίκαια απορία περί του χρόνου). Ε, βέβαια. Έχεις δίκιο να αγανακτείς. Σε συμπονώ.
Μ’ αρέσει που το πρωί μου λες καλημέρα και τρέχοντας πετάς ένα «τι κάνεις;» έχοντας φύγει σαν ρουκέτα δέκα μέτρα μακριά. Άστο ρε μεγάλε-η το «τι κάνεις;». Αν σ’ ενδιέφερε, θα στεκόσουν να σου πω. Πολύ μ’ αρέσεις. Γιατί είσαι δήθεν , σαν το γκαβοχώρι που γεννήθηκες και κατοικείς. Κι εσύ κι εγώ μαζί.
Μ’ αρέσει που γεννήθηκες σε χωριό, η προφορά σου είναι ντροπή για σένα κι όταν πας ταξίδι σε καμιά μεγαλύτερη πόλη και σε ρωτάνε: «από πού είσαι;» λες «από την Λάρισα». Λες κι αυτός που σε ρωτάει είναι ληξίαρχος , λες και είναι κι αυτός καθαρά «αστικής καταγωγής» λες και είναι S-S και ψάχνει την Άρεια καταγωγή σου και θα σε στείλει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, άμα πεις πως είσαι από χωριό. Ποιος ξέρει από ποιο χωριό κρατάει η σκούφια του. Αλλά εσύ νομίζεις πως κερδίζεις πόντους λέγοντας πως είσαι από εκεί που ισχυρίζεσαι.
Μ’ αρέσει που είσαι τίγκα στο κόμπλεξ. Πολύ μ’ αρέσει.
Μ΄ αρέσεις που στις επαγγελματικές σου συζητήσεις μαζί μου, μου σφίγγεις το χέρι, ή έστω ανταλλάσσουμε (αυτή την γελοία) μπουνιά covid αντί χαιρετισμού, συμφωνούμε και αθετείς συμφωνίες. Ευτυχώς που είχα αντισηπτικό μαζί μου για να αποστειρωθώ μετά από την… χειραψία. Όχι από τον covid. Από σένα. Δεν λες που μετρώντας τα δάχτυλά μου μετά από την χειραψία ήταν όσα πριν; Να είμαι κι ευχαριστημένος.
Μ’ αρέσει που φωνάζεις και λες «δεν υπάρχει κράτος» , «το κράτος δεν φροντίζει τους πολίτες του» , από την επόμενη κιόλας μέρα που έχεις ψηφίσει το κόμμα που σχημάτισε κυβέρνηση. «Ρε τους αλήτες…» μονολογείς. «Δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους, μας κόβουν τους μισθούς». Και μετά, ανεβάζεις ανάρτηση με τις διακοπές σου σε μαγικά νησιά, με το ολοκαίνουριο κινητό σου που έχει δεκαπέντε κάμερες τελευταίας τεχνολογίας. Έχοντας αφήσει απλήρωτο το φροντιστήριο του παιδιού σου κάνα χρόνο. Στο είπα.
Μ΄αρέσεις. Μ΄αρέσεις, πάρα πολύ.
Μ΄ αρέσει που φωνάζεις για δημοκρατία και για ατομικά δικαιώματα αλλά ακόμα κι εδώ μέσα , στο facebook – ή σε όποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης- μόλις δεις καμιά άποψη με την οποία διαφωνείς, παίρνεις το θάρρος και ξεφωνίζεις με σχόλια καθετί το διαφορετικό. Γιατί πάντα, πάντα, πάντα εσύ και μόνο εσύ έχεις δίκιο. Στην ουσία κάνεις «ρόμπα» οποιαδήποτε διαφορετική άποψη με επιχειρήματα καφενείου. Εξάλλου, εκεί είναι ο φυσικός σου χώρος. Εκεί και το fb. Μετά , όταν σε βγάλουν βλάκα – γιατί τέτοιος είσαι – αρχίζεις τα δημόσια βρισίδια. Και αποχωρείς αξιοπρεπής από την κουβέντα καταλήγοντας να μοιράζεις ασύστολα μπλοκαρίσματα. Και τώρα δηλαδή, που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, μπορεί να ξίνισες, να σήκωσες το φρύδι και να ετοιμάζεσαι να με κεραυνοβολήσεις με τα φοβερά επιχειρήματά σου, επειδή διαφωνείς. Σε περιμένω. Πολύ μ’ αρέσεις. Είσαι σπαθί.
Μ’ αρέσεις ρε φίλε – η. Στο είπα”;