Οι χαμένες – έωλες βεβαιότητες των προβλέψεων
Αλλάζει, λοιπόν, η ποιότητα των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Γίνονται πιο πολύπλοκα καθώς εμπλέκονται με κοινωνικά κι αυτό εκτινάσσει κάθε αναμενόμενο κόστος· κοινωνικό, οικονομικό, διοικητικό, οικολογικό. Ο Daniel και πριν απ’ αυτόν ο Ιανός, σηματοδότησαν αυτή την αλλαγή της πορείας και του μεγέθους των προβλημάτων και “οφείλουμε” να ανησυχούμε, μήπως υπ’ αυτόν το χαρακτήρα του ζητήματος- πχ νέο χτύπημα της Φύσης να βρει τη Θεσσαλία και πάλι ανοχύρωτη – αποδυθούμε σ’ έναν αγώνα να θωρακίσουμε τεχνικά την περιοχή μας, αφήνοντας στην άκρη ή υποβαθμίζοντας τα υπόλοιπα συνθετικά ενός προβλήματος, του οποίου την πολυπλοκότητα βλέπουμε πλέον εμφανώς να ενισχύεται.
Ο Daniel ήταν μόνον η πλημμύρα; ήταν μόνον η αγωνία των Θεσσαλών που έχασαν τις περιουσίες τους και τη γη τους; ήταν μόνον αυτή η απώλεια παραγωγικών γαιών και παραγωγικών ζώων και η μελλοντική ανασφάλεια; ήταν μόνον η διάβρωση των εδαφών; ήταν μόνον η αλλαγή του τοπίου σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα; ήταν μόνο το χτύπημα στην αλιεία του Παγασητικού και την καινούρια ανασφάλεια που προστέθηκε στην κοινωνία της Θεσσαλίας· αυτή της ποιότητας του νερού και των αλιευμάτων; και εν τέλει· ο συνυπολογισμός όλων των παραπάνω μπορεί να γίνει αθροιστικά – όπως επιχειρείται εδώ και καιρό – ή μήπως η μία παράμετρος επηρεάζει την άλλη και αλληλοκαθορίζεται μ’ αυτή, έτσι ώστε, το τελικό αποτέλεσμα να είναι από ασαφές έως διογκωμένο πέρα από τα όρια που προσδιορίζει μια απλή άθροιση;
O Daniel δε δημιούργησε διακριτά κι ίσως εύκολο να ταξινομηθούν και να αξιολογηθούν ζητήματα, έτσι ώστε ν’ ακολουθήσει η ιεράρχηση των λύσεων και η προτεραιοποίησή τους. Αντίθετα· δημιούργησε ένα “κουβάρι” προβλημάτων που το ένα εμπλέκεται με το άλλο ή τα άλλα κι ίσως η απόπειρα να επιλυθεί το ένα να προκαλέσει παρενέργειες και δυσκολίες στην επίλυση του άλλου! Το γεγονός είναι πάντως ότι τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο, ίσως πρωτόγνωρο κάδρο προβλημάτων, όπου δεν αρκεί, πλέον, η επίκληση του όρου “ολιστική αντιμετώπιση”, ώστε να δρομολογηθεί η ελαχιστοποίησή τους.

Μερικές άβολες αλήθειες
Α. Η λάθος ανάγνωση των επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής , ως μέρος της αδράνειάς μας
Η εικόνα που δημιουργήσαμε για τις επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής στην περιοχή μας, πουθενά δεν εμφάνιζε τα μεγέθη του συμβάντος που ονομάστηκε Daniel ή Elias. Την Κλιματική Αλλαγή στη Θεσσαλία και γενικότερα στη ΝΑ Μεσόγειο τη συνδυάζαμε με υψηλές θερμοκρασίες(ισχύει) και μειωμένες βροχοπτώσεις, όπως άλλωστε δείχνουν όλα τα μοντέλα προβλέψεων. Συνεπώς, και σκεπτόμενοι απλοϊκά, συνδυάσαμε ένα πλημμυρικό γεγονός με μειωμένες εισροές ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, κάτι που θα απωθούσε μια καταστροφή όπως αυτή που συντελέστηκε, στο μακρινό μέλλον ή πολύ μακρυά από μάς γεωγραφικά. Κι εδώ δημιουργήσαμε τη λάθος εικόνα αυτού που ονομάζουμε “Περίοδο Επαναφοράς”. Μετά τον ΙΑΝΟ ήταν διάχυτη η εντύπωση πως τέτοιο -περιστατικό θα συμβεί ίσως μετά 100 χρόνια κι αυτό λειτούργησε καταστροφικά, ως μέρος της γενικότερης αδράνειας στις διοικητικές αποφάσεις και ενέργειες. Χαρακτηριστικό θύμα αυτής της αδράνειας – επανάπαυσης ήταν η μη ολοκλήρωση των επιδιορθώσεων στη γέφυρα του Ενιπέα στην Αμπελιά και φυσικά η αδικαιολόγητη καθυστέρηση της κατασκευής των περιφερειακών φραγμάτων και των έργων αντιπλημμυρικής προστασίας.
Τι μας διέφυγε ή τι αγνοήσαμε; Μας διέφυγε το γεγονός ότι:
1. η μεγάλη πυκνότητα των κυκλώνων που έπληξαν τον Ελλαδικό χώρο την τελευταία εικοσαετία· από το 1982 μέχρι σήμερα, έπληξαν τη χώρα μας οχτώ(8) κυκλώνες. Οι επτά(7) απ’ αυτούς την έπληξαν από το 2015 και μετά. Ταυτόχρονα, ήταν διάχυτη η πληροφόρηση μέσω των εκθέσεων της IPCC αλλά και των στατιστικών αναφορών από τα Εθνικά Μετεωρολογικά Δίκτυα, ότι κατά την τελευταία εικοσαετία τα πολύ θερμά έτη διαδέχονταν το ένα το άλλο. Επί πλέον, μια μετατόπιση των υετοφόρων μηνών προς τα άκρα( π.χ αντί Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου, Μάρτιος – Απρίλιος), συμβάλει ακόμη περισσότερο στην αυξημένη εξάτμιση.
2. η μέση θερμοκρασία στην περιοχή μας(χώρες Μεσογείου) αυξάνεται ταχύτερα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό για τον κοινό νου, παραπέμπει σε καύσωνες, ξηρασίες και αυξημένο κίνδυνο δασικών πυρκαγιών. Και ως μέρος των επιπτώσεων είναι σωστό. Αλλά ο κοινός νους, δυστυχώς, είτε αγνοεί είτε υποβαθμίζει το ό,τι η αυξημένη μέση θερμοκρασία σημαίνει αυξημένη εξάτμιση, περισσότερους υδρατμούς στην ατμόσφαιρα και αύξηση των φαινομένων αστάθειας. Με λίγα λόγια· ο κοινός νους και η επιφανειακή θέαση των πραγμάτων δείχνει να αγνοεί τα φαινόμενα ντόμινο που ακολουθούν κάθε πρόβλεψη και προφανή επίπτωση και τις λεπτομέρειες που πολλές φορές εξελίσσονται σε tipping points.
3. προς επίρρωση των ανωτέρω(2) να σημειώσουμε την …εμμονή των αυξημένων θερμοκρασιών των υδάτων της Μεσογείου, που αποτέλεσαν και αποτελούν “αντλία ενέργειας” για κάθε ατμοσφαιρικό επεισόδιο. Δηλ. ο κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται και κάνει κάθε πρόβλεψη επανάληψης ανάλογων επεισοδίων σημαντικά πιθανή!
4. το έδαφος δεν είναι ανανεώσιμος πόρος. Η αυτοανανέωσή του έχει πολύ μικρή ταχύτητα σε σχέση μ’ αυτή της διάβρωσης.
Β. τα περιφερειακά φράγματα θα ελαχιστοποιούσαν τις συνέπειες;
Ακούστηκε συχνά τώρα τελευταία και αποτελεί μέρος της αλήθειας. Και στην προκειμένη περίπτωση, η αλήθεια αφορά στις παρακάτω εκδοχές:
– η κατασκευή των περιφερειακών φραγμάτων υποδηλώνει απερίφραστα μια χώρα, περιφέρεια κλπ που στη λογική της εκ των ων ουκ άνευ κατασκευής τους βλέπει την υλοποίηση τεσσάρων πραγμάτων·
(α) την υδατική ασφάλεια( οι πλημμύρες και οι ξηρασίες είναι όψεις του ίδιου νομίσματος)
(β) την παραγωγή ανανεώσιμης Ενέργειας.
(γ) τον απαραίτητο συνδυασμό τους με έργα ορεινής υδρονομίας που θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των ορεινών όγκων να συγκρατούν μεγάλες ποσότητες υδάτων και φερτών υλικών, που αποτρέπουν σε μεγάλο βαθμό φαινόμενα διάβρωσης και ερημοποίησης.
(δ) την αντιπλημμυρική προστασία των κατάντη τμημάτων του Θεσσαλικού χώρου.
(Peter Wohlleben – Γερμανός Δασολόγος: Όταν τα νερά φτάσουν στις κοιλάδες, είναι πλέον αργά!)
Καθώς φαίνεται όμως, οι διοικητικοί παράγοντες της περιοχής μας δεν ανέγνωσαν καν τον ίδιο το γεωφυσικό χάρτη της Θεσσαλίας, ο οποίος αν μη τι άλλο είναι δηλωτικός του πόσο απαραίτητη ήταν και είναι αυτή η προτεραιότητα της κατασκευής τους. Και αφενός ξεκίνησαν – ς’ αυτό το μικρό βαθμό, έστω, – τα αντιπλημμυρικά έργα στις περιοχές των “κοιλάδων”, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Γερμανός δασολόγος, φροντίζοντας με τις ως τώρα κατασκευαστικές αστοχίες και λανθασμένες διευθετήσεις, τα νερά της πλημμύρας να φτάνουν ταχύτερα ς’ αυτές και αφετέρου, φοβάμαι πως κι εμείς εστιάζουμε πιο πολύ τα πλάνα αντιμετώπισής τους στην ίδια περιοχή.
Τι σημαίνει, όμως, το να εστιάσουμε αυτοτελώς στα περιφερειακά φράγματα; στη βέλτιστη περίπτωση, τα φράγματα αυτά μπορούν να αποθηκεύσουν 191·106 m3 νερού. Ακόμα κι αν προσθέσουμε τη χωρητικότητα των προτεινόμενων πεδινών λιμνοδεξαμενών – που ακόμη διατελούν χωρίς τεχνική τεκμηρίωση και σε περίπτωση μεγα-πλημμύρας τύπου Daniel, έχουν ελάχιστη συνεισφορά αποτροπής – που ανέρχεται σε 75·106 m3 , συγκεντρώνουμε μια μέγιστη χωρητικότητα 266·106 m3. Σύμφωνα, όμως, με υπολογισμούς, στη Θεσσαλία, κατά τα δύο αυτά ακραία συμβάντα(Daniel & Elias), τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, μέσα σε χρονικό διάστημα 12 ημερών, άγγιξαν το μέγεθος των 8 δις m3! Αυτό το μέγεθος μόνον κατά 20 – 25% υπολείπεται του ποσού των ετήσιων ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων που δέχεται η Θεσσαλία( 10 – 11 δις κ.μ). Πολλές περιοχές δεν πλημμύρισαν λόγω υπερχείλισης μόνο των ποταμών που αναφέρονται ευκρινώς στους χάρτες πλημμυρών αλλά και από ρέματα που είχαν “εξαφανιστεί” ή υποβαθμιστεί, είτε λόγω επέκτασης των γεωργικών γαιών είτε των οικισμών είτε άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Απλώς, θεωρώ ότι η κατασκευή των περιφερειακών φραγμάτων εξυπηρετεί δύο σκοπιμότητες: την αντιπλημμυρική προστασία( έστω και ως κέρδος χρόνου για την έγκαιρη ειδοποίηση του πληθυσμού) και την ταμίευση νερού για την αντιμετώπιση φαινομένων ανομβρίας.
Γ. Τι σημαίνει περίοδος Επαναφοράς; αφορά μόνο σε μεγέθη χρήσιμα για τις ανθρώπινες κατασκευές ή οφείλουμε να αναγνώσουμε την αντίστοιχη περίοδο της Φύσης;
Η επίκληση και χρήση του όρου “Περίοδος Επαναφοράς” γίνεται σε τεχνικά έργα. Ας μου συγχωρήσουν οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι την απόπειρα να μπω στα “χωράφια” τους αλλά και ας μου επιτρέψουν ταυτόχρονα τη διατύπωση κάποιων σκέψεων, σχετικών προς τον όρο, καθώς θα επικαλεστώ ένα νεολογισμό, αυτόν της “Περιόδου Επαναφοράς” ή “Περιόδου Επανάκαμψης της Φύσης”(1). Η Φύση, στην οποία προσφάτως αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να διεκδικεί το “ζωτικό” της χώρο, στη μεγα – πλημμύρα Daniel και σε μικρότερο βαθμό στον Ιανό, όντως διεκδίκησε μεγαλύτερο χώρο απ’ αυτόν που της επιτρέπαμε επί τόσες δεκαετίες να έχει ή ακόμα κι απ’ αυτόν που μπορούσαμε να προβλέψουμε. Η ανάγνωση και μόνο των ποσοτικών μεγεθών, όμως, δεν αρκεί για να σχηματίσουμε την πλήρη εικόνα της αντίδρασής της και κυρίως των μελλοντικών της …προθέσεων. Και εξηγούμαι·
1. Η έννοια Της “Περιόδου Επαναφοράς”, που ως τώρα με σχετική ασφάλεια χρησιμοποιούσαμε με ορίζοντα 50, 100 κλπ ετών, πιστεύω πως αφορούσε και μόνο τα μεγέθη μιας κατασκευής. Η συσσώρευση, όμως, ακραίων συμβάντων σε μικρό χρονικό διάστημα, μάς δημιουργεί την υποχρέωση να συνυπολογίσουμε και την καταπόνηση και τις αντοχές αυτών των κατασκευών. Κάτι που σημαίνει· υψηλότερα κόστη, αναγκαιότητα επικαιροποίησης των μεγεθών – διαστάσεων και γενικότερα της φέρουσας ικανότητάς τους. Έχουμε όμως αναπτύξει επαρκώς τη μεθοδολογία που θα μας εξασφαλίζει το βέλτιστο αποτέλεσμα; και η εξέλιξη των φαινομένων, όπως αυτά φαίνεται να αναπτύσσονται στην περιοχή μας, μήπως απαιτεί συνεχείς αναθεωρήσεις, που θα αυξάνουν τα κόστη της προστασίας από ακραία καιρικά – κλιματικά επεισόδια;
2. Η Φύση δικαιωματικά, αναπτύσσει τη δική της “Επαναφορά” ή “Επανάκαμψη”. Μπορεί κάποιος να τη χαρακτηρίσει με τον …ρομαντικό όρο “μνήμη νερού” αλλά φοβάμαι πως αυτός, ως όρος, δεν είναι πλέον επαρκής απ’ τη στιγμή που ιστορικά υπάρχει αλλαγή κλιματικών δεδομένων, τέτοια που να καθιστά τον όρο “μνήμη νερού” συντηρητικό και ατελή! Ανεξάρτητα όμως από τις δικές μας αναγνώσεις, υφίσταται ήδη μια πιεστική συνθήκη· αυτή της αναγνώρισης ενός είδους ζωτικού χώρου της Φύσης που μέχρι χθες είτε δεν αναγνωρίζαμε ή επιμελώς υποβαθμίζαμε. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της αναγνώρισης και τι χάνει η Φύση διεκδικώντας τον;
Η τυπική αναγνώριση του ζωτικού χώρου της Φύσης ξεκινά από τα μέρη του τοπίου που έχουμε αυθαίρετα καταλάβει και άρα οφείλουμε να επιστρέψουμε ς’ αυτή αλλά κυρίως τα χαρακτηριστικά της, ποσοτικά και ποιοτικά. Συγκεκριμένα:
(α) τοποθεσίες αυξημένης κλίσης(> 5%) που απαλλοτριώσαμε και παραδώσαμε στην Γεωργία, καλλιεργώντας τες με λανθασμένο τρόπο και επιταχύνοντας τη διάβρωση και την ερημοποίηση.
(β) πλημμυρικές ζώνες και ζώνες κατάκλυσης ποταμών και ρεμάτων που παραδώσαμε είτε στην καλλιέργεια, είτε σε δημιουργία ζωνών κατοικίας ή βιοτεχνίας & βιομηχανίας. Η παράδοση των συγκεκριμένων εκτάσεων στη Θεσσαλία έγινε υπό το πρίσμα μιας λανθασμένης αντίληψης του χρόνου επαναφοράς- διεκδίκησης του “ζωτικού’ χώρου ενός ποταμού ή ακόμα με την πεποίθηση ότι ο ποταμός ή το ρέμα δεν πρόκειται να επανέλθει σε τόσο μεγάλη επιφάνεια. Πολλώ δε μάλλον, το ό,τι μπορεί να διεκδικήσει ακόμα μεγαλύτερες εκτάσεις(φαινόμενο Daniel) απ’ αυτές που δείχνουν οι παλιοί χάρτες.
(γ) τους μαιανδρισμούς των ποταμών συνεχούς και διαλείπουσας ροής, που καταργήσαμε “διορθώνοντας” τη φύση και απλοϊκοποιώντας την εικόνα της.
(δ) επαναφορά με κάθε δυνατό τρόπο της συνέχειας του τοπίου που έχει κατακερματιστεί. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος(2017) η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τον κατακερματισμό του φυσικού τοπίου της. Αυτό ασφαλώς αποτελεί ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα, καθώς εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Κι ο κατακερματισμός του φυσικού τοπίου δεν αποτελεί μόνο ζήτημα αισθητικής αλλά κυρίως της ομαλής ανάπτυξης και λειτουργίας των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας.
Η αντίδραση της Φύσης, όπως ανέφερα παραπάνω, βραχυπρόθεσμα την οδηγεί να χάσει κάποια από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της που καθιστούν όμως δύσκολη αφενός τη δική της αυτο – αναγέννηση και αφετέρου εμάς τους ίδιους να προγραμματίσουμε και ασκήσουμε τη Γεωργία και να ανατάξουμε το μεγάλο έλλειμμα του υπόγειου υδροφορέα. Κι αυτό έχει να κάνει με δύο παράγοντες που δυστυχώς αντιμετωπίζουμε με μικρό χρονικό ορίζοντα·
1. η διάβρωση του εδάφους: τόσον ο ΙΑΝΟΣ όσο και οι Daniel & Elias, πρόσθεσαν νέες διαβρωμένες εκτάσεις στην πεδινή αλλά και ορεινή Θεσσαλία. Κι αυτό αποτελεί ένα δύσκολα ανατάξιμο πρόβλημα, που σε συνδυασμό με την εκπτώχευση της ποιότητας των εδαφών( υποβάθμιση έως εκμηδενισμός του οργανικού φορτίου) οδηγεί ταχύτατα στην Ερημοποίηση των εδαφών. Με απλά λόγια· η Ερημοποίηση δεν συντελείται σταδιακά και προβλέψιμα αλλά με άλματα! Δηλ. τα ακραία φαινόμενα λειτουργούν συνεργιστικά με τις άστοχες καλλιεργητικές πρακτικές των αγροτών, που ως τώρα έχουν οδηγήσει στην υπογονιμότητα τα κάποτε εύφορα πεδινά εδάφη. Κι ίσως μια τέτοια συνεργιστική διαδικασία να οδηγήσει ταχύτερα στην επέκταση της Ερημοποίησης.
2. οι τεράστιες ποσότητες αργιλικού υλικού που μετέφερε ο Daniel λειτουργεί ως υλικό σφράγισης που δυσχεραίνει την απορρόφηση και κατείσδυση των όμβριων υδάτων στον υπόγειο υδροφόρο, επιβραδύνοντας ακόμα περισσότερο την ανάταξη του μεγάλου ελλείμματος. Ίσως, θεωρήσουν κάποιοι πως τα παραπάνω συμβαίνουν σε μικρό βαθμό – και όντως έτσι είναι* – και είναι αντιμετωπίσιμα. Ίσως, επίσης κάποιοι να θεωρούν εσφαλμένα το έδαφος ως ανανεώσιμο πόρο αλλά δυστυχώς η ταχύτητα αποκατάστασής του είναι κατά πολύ μικρότερη από την ταχύτητα διάβρωσης κι αυτή ακριβής η ανισότητα οδηγεί στην επιτάχυνσης της Ερημοποίησης.
Και υπό το κράτος όλων των παραπάνω δυσχερειών, υποβαθμίζουμε χωρίς να το θέλουμε και τον κίνδυνο μιας “αστραπιαίας ξηρασίας”(**), κάτι που θεωρείται πιθανότερο στα κλιματικά σενάρια που αφορούν την περιοχή μας. Κι αυτό, πέρα από τον όγκο των προβλημάτων που θα μεταφέρει σε
μια ως τώρα ανοχύρωτη Θεσσαλία, θα προσθέσει και τη δική του συνεισφορά στην επέκταση της Ερημοποίησης.
(1) Ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν στο τελευταίο συμβάν(Daniel), η Φύση διεκδίκησε το ζωτικό της χώρο με ένα είδος τόκου, καταλαμβάνοντας χώρους που ενδεχομένως ιστορικά να μην είχε ξανακαταλάβει! Έφταιξε μόνον ο απίστευτος όγκος νερού ή πιο πολύ το είδος κι η πληθώρα των δικών μας παρεμβάσεων, που έκαναν τα αποτελέσματα να φαίνονται τόσο ακραία; Αν είναι έτσι, προκύπτει το ερώτημα· πώς θα μπορέσουμε στο μέλλον να διαχειριστούμε αυτή τη …λογιστική των καιρικών επεισοδίων; και όχι μόνον αυτό· αν τελικά θα συμμαχήσουμε με τον καιρό ή με τη Φύση, καθώς βλέπουμε αυτές οι δύο οντότητες που έως τώρα θεωρούσαμε ως ενιαία οντότητα, να βρίσκονται σε …διάσταση, αφού ο καιρός προκαλεί πλήγματα και στην ίδια της Φύση.
Κι επειδή ακριβώς, σήμερα διακρίνουμε ένα είδος μεταμέλειας και διάθεσης συμφιλίωσης με τη Φύση, καλόν είναι να σκεφτούμε με τι υποχωρήσεις, παραχωρήσεις και επιστροφές μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο…
(*) το μεγαλύτερο μέρος των επιφανειακών υδάτων κατεισδύει στον υπόγειο υδροφόρο μέσω των κορρημάτων των παραποτάμιων ζωνών.
(**) κατά την έκφραση του Albert Van Dijk( Global Water Monitoring)
Δ. Με τι χρονικό ορίζοντα καλούμαστε να σχεδιάσουμε το μέλλον της Γεωργίας;
Νομίζω πως είναι σαφές σε όλους πως η Γεωργία του εγγύς μέλλοντος θα εμπεριέχει υψηλά ρίσκα και αβεβαιότητες. Και τα μέτρα που καλούμαστε να λάβουμε, ώστε να σχεδιάσουμε ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό ως προς τη λειτουργία του master plan θα συναντά στο δρόμο του εμπόδια που εν πολλοίς θα κρίνονται ανυπέρβλητα:
(α) οι προβλέψεις του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού(WMO) αλλά και της πρόσφατης Έκθεσης της IPCC αναφέρουν πως το όριο των +1,5oC σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο, είναι πιθανόν πλέον να ξεπεραστεί μέχρι το 2040(***). Αυτό για το …hot spot της Μεσογείου και ειδικά της περιοχής μας θα σημάνει μεγαλύτερη μέση αύξηση της θερμοκρασίας. Και υπ’ αυτές τις συνθήκες ο κίνδυνος να περιέλθει μέρος της Θεσσαλίας σε κατάσταση μόνιμης ξηρασίας είναι πλέον ορατός.
(β) αυτή η μέση αύξηση της θερμοκρασίας της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας αλλά κυρίως των υδάτων της Μεσογείου, διατηρεί συνεχώς των κίνδυνο να ενσκήπτουν νέα ακραία φαινόμενα τύπου Daniel και ίσως ισχυρότερα, των οποίων τη συχνότητα και ένταση δε μπορούμε να προβλέψουμε.
(γ) στην περίπτωση της συνεχιζόμενης μείωσης των παραγωγικών αγροτικών γαιών και υπό την απειλή πάντα των ρίσκων της σοδειάς, μπορεί να υπάρξει μοντέλο παραγωγής που να εξασφαλίζει την επισιτιστική επάρκεια, τη βιωσιμότητα των καινοτόμων καλλιεργειών που θα αναπτυχθούν/επιβραδύνει, ώστε να καλύπτεται και η διείσδυση στην Αγορά αλλά κυρίως να διατηρείται η καλή κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος;
(δ) και εν τέλει, υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, θα μπορεί να υπάρξει ένα ισχυρό ασφαλιστικό σύστημα κι ένα βιώσιμο πρόγραμμα κάλυψης των ζημιών της αγροτικής παραγωγής; και εν τέλει ακόμα, ποια μπορεί να είναι η αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου προγράμματος όταν η συχνότητα εμφάνισης καταστρεπτικών ακραίων φαινομένων αυξηθεί τόσο, ώστε να κάνει αβέβαιο ακόμα κι αυτόν τον κύκλο γεωργικής παραγωγής που ως τώρα, τουλάχιστον, τον θεωρούσαμε ενταγμένο στους ρυθμούς της Φύσης;
Εκείνο που θεωρώ αναγκαίο, προς το παρόν, που οφείλουμε να κάνουμε, είναι να ιχνηλατήσουμε την πορεία που διαγράφουν τα ακραία φαινόμενα, με βάση την εξέλιξή τους στην τελευταία 20ετία. Θεωρώ χρήσιμο και κρίσιμο οδηγό την τελευταία περίοδο αυτής της περιόδου( 2015 – σήμερα) όπου έχουν πυκνώσει οι κυκλώνες στη Μεσόγειο αλλά και την “εμμονή’ των αυξημένων θερμοκρασιών της Μεσογείου. Σε πρώτη ανάγνωση- που ενδεχομένως να μην αποτελεί ακόμη στατιστική βεβαιότητα – κάποιες περιοχές φαίνονται ευεπίφορες στο να δέχονται ισχυρά πλήγματα του καιρού. Διακρίνω δυο τέτοιες περιοχές στη Θεσσαλική επικράτεια( Μαγνησία, Δυτική Θεσσαλία) μαζί με τη ΝΔ Ελλάδα, Εύβοια κλπ. Οφείλουμε ς’ αυτές τις περιοχές, πέρα από την αυτονόητη θωράκισή τους, να παρακολουθούμε επισταμένως την εξέλιξη αυτής της …δυσάρεστης σχέσης του με ό,τι κακό τους επιφυλάσσει ο καιρός. Κι αυτό, πέραν των άλλων, έχει αναπόδραστη σχέση με τις γεωργικές καλλιέργειες που θα είναι ανθεκτικές και βιώσιμες από κάθε άποψη ς’ αυτούς τους γεωγραφικούς χώρους.
(***) Ας σημειώσουμε, μιας και αναφερόμαστε στο 2040, ότι όλες σχεδόν οι προβλέψεις που έχουν γίνει κατά καιρούς για την παραπάνω χρονολογία, έχουν επαληθευτεί πολύ νωρίτερα!